- αυλακάρης
- ο (θηλ. αυλακάρισσα, η)αυτός που φροντίζει το αρδευτικό αυλάκι, ο υδρονομέας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυλάκι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ., 135 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ινάχου. 2. Παράλιος ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 30μ.) της Νισύρου. Βρίσκεται στα νότια… … Dictionary of Greek